- ὑδροθηρία
- ὑδρο-θηρία, ἡ,A fishing, Ael.NA1.19.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ὑδροθηρία — ὑδροθηρίᾱ , ὑδροθηρία fishing fem nom/voc/acc dual ὑδροθηρίᾱ , ὑδροθηρία fishing fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υδροθηρία — ἡ, Α [ὑδροθήρας] αλιεία, ψάρεμα … Dictionary of Greek
ὑδροθηρίας — ὑδροθηρίᾱς , ὑδροθηρία fishing fem acc pl ὑδροθηρίᾱς , ὑδροθηρία fishing fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑδροθηρίαις — ὑδροθηρία fishing fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)